- παρειά
- η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίουαρχ.1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού κεφαλιού2. πλευρό, τοίχωμα αγγείου ή σκεύους («αἱ παρειαὶ τοῡ ποτηρίου»3. φρ. «γῆς παρειά» — το φυτό ανεμώνη η φοινικόχρους.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παρειά «μάγουλο», που χρησιμοποιείται συνήθως στον πληθυντικό παρειαί, είχε θεωρηθεί για μεγάλο διάστημα συνθ. με α' συνθετικό την πρόθεση παρά και β' συνθετικό τη λ. οὖς «αφτί», παρά τις φωνητικές δυσχέρειες που προκύπτουν αναφορικά προς τον φωνηεντισμό τών δύο λέξεων (βλ. λ. οὖς, παρῶας, παρούας). Κατά την επικρατέστερη άποψη, αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο τ. *parāwā, στον οποίο οδηγούν τα συνθ. σε -πάρηος / πάρᾱος (πρβλ. καλλι-πάρηος, χαλκο-πάραος), ο αιολ. τ. παραῦα και ο μυκην. τ. parawa-jo = παρaFαιω (παρ. σε -αῖος). Δυσερμήνευτη, ωστόσο, παραμένει η μορφή παρειαί, που απαντά τόσο στον Όμηρο όσο και στην ιων.-αττ. διάλεκτο και που πολλοί έχουν αποδώσει σε ομηρική διευθέτηση τού -η- πριν από φωνήεν (*παρηαὶ > παρεαί > παρειαί ή, καλύτερα, *παρ-ᾱυσ-α > παρ-ᾱυσ-ιᾱ > παρᾱfιᾱ > παρειά)].
Dictionary of Greek. 2013.